αναδύομαι

αναδύομαι
(Α ἀναδύομαι)
ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού
νεοελλ.
παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω
αρχ.
1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι
2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω
3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι
4. εγκαταλείπω, απαρνούμαι, αναιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δύομαι.
ΠΑΡ. ανάδυσις μσν. ἀναδυσμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναδύομαι — αναδύομαι, αναδύθηκα βλ. πίν. 6 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναδύομαι — ύθηκα 1. βγαίνω στην επιφάνεια του νερού: Λίγα μέτρα μακρύτερά τους αναδύθηκε ένα υποβρύχιο. 2. η μτχ. του ενεστ., αναδυόμενη επίθετο της Αφροδίτης, επειδή γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναδύομαι — ἀναδύνω come to the top of the water pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναδύομαι — ΜΑ [αναδύομαι] αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ανάδυση — η (Α ἀνάδυσις) [ἀναδύομαι] άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια τού νερού αρχ. 1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση 2. πρόφαση για να αποφύγει κανείς κάτι …   Dictionary of Greek

  • ανέχω — ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)] Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ αρχ. 1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά 2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ 3. αναχαιτίζω, ανακόπτω 4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι 5. (για γεγονότα) συμβαίνω 6. βγάζω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • αναδυσμός — ἀναδυσμός, ο (Μ) [ἀναδύομαι] άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια τού νερού, ανάδυση …   Dictionary of Greek

  • αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] …   Dictionary of Greek

  • ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 …   Dictionary of Greek

  • ανανέω — ἀνανέω (ΑΜ) έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νέω «πλέω, κολυμπώ». ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”